δογματικοῦ

δογματικοῦ
δογματικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • δογματικότητα — η η ιδιότητα τού δογματικού ή του δογματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δογματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημήτριο Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος της Τουρ — (538 – 594 μ.Χ.). Γάλλος επίσκοπος και ιστοριογράφος. Αγωνίστηκε με ζήλο για την προστασία των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και κυρίως εκείνου της παροχής άσυλου, χωρίς να διστάσει να εναντιωθεί ακόμη και στον ίδιο τον βασιλιά Χιλπέριχο. Όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Πολυειδής ή Πολυείδης, Θεόκλητος — (Αδριανούπολη; τέλη 18ου αι. – 1754;/1759;). Έλληνας κληρικός, λόγιος και εκπαιδευτικός. Νέος χειροτονήθηκε μοναχός (το κοσμικό του όνομα ήταν Θεόδωρος) στην αγιορείτικη μονή των Ιβήρων, όπου χρημάτισε και ηγούμενος. Το 1713 χειροτονήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Σοκίνος, Λέλιος και Φαύστος — (Lelius e Fau stus Socinus). Ιδρυτές του σοκινιανισμού, θρησκευτικού δογματικού κινήματος, που απέβλεπε όχι τόσο στη δημιουργία μιας νέας μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας, όσο στη συστηματοποίηση, σ’ ένα ενιαίο και ορθολογικό σύνολο, ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • Τίρσο ντε Μολίνα — (Tirso de Molina, ψευδώνυμο του Fray Gabriel Tellez, Μαδρίτη 1584; – Αλμαθάν, Σόρια 1648). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλκαλά ντε Ενάρες και μπήκε στο μοναχικό τάγμα των αδελφών του Ελέους. Έμεινε μερικά χρόνια στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”